τρυπιοχέρης

τρυπιοχέρης
savurgan, tutumsuz, musrif

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυπιοχέρης — και τρυποχέρης και τρουποχέρης, α, ικο, Ν εξαιρετικά σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτο χέρης] …   Dictionary of Greek

  • τρυποχέρης — α, ικο, Ν βλ. τρυπιοχέρης …   Dictionary of Greek

  • τρυπ(ι)οχέρης, -α, -ικο — που κάνει υπερβολικά έξοδα, σπάταλος: Δεν του μένουν χρήματα, είναι τρυπιοχέρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”